σταφυλοκαύστης

σταφυλοκαύστης
σταφυλοκαύστης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταφυλοκαύστης — ὁ, Α βλ. σταφυλιοκαύστης …   Dictionary of Greek

  • σταφυλοκαύστου — σταφυλοκαύστης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλοκαύστῃ — σταφυλοκαύστης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλιοκαύστης — και σταφυλοκαύστης, ὁ, Α όργανο για την καυτηρίαση τής σταφυλής τής υπερώας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”